Νηρηίδας

Νηρηίδας
Νηρηίς
daughter of Nereus
fem acc pl
Νηρηίς
daughter of Nereus
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Άστρους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους στεγάζεται στη Σχολή Καρυτσιώτη, στο χώρο όπου το 1823 πραγματοποιήθηκε η Β’ Εθνοσυνέλευση των επαναστατημένων Ελλήνων. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από την περιοχή του Άστρους και κυρίως από την περιοχή της …   Dictionary of Greek

  • Κυματολήγη — Κυματολήγη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + λήγη (< λήγω)] …   Dictionary of Greek

  • Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • Κυμοθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις Νηρηίδες και εκπροσωπούσε την ταχύτητα των κυμάτων. Μερικές παραδόσεις αναφέρουν πως ήταν η αγαπημένη του Τρίτωνα. * * * η (Α Κυμοθόη) νεοελλ. ζωολ. γένος παράσιτων ισόποδων καρκινοειδών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • Κυμώ — Κυμώ, οῡς, ἡ (Α) [κύμα] (όν. Νηρηίδας) η γεμάτη από κύματα …   Dictionary of Greek

  • θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • νημερτής — ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες) ζωολ. οι νημερτίνοι αρχ. 1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής» …   Dictionary of Greek

  • οπλονημερτείς — οι ζωολ. υποδιαίρεση τών λωριδοσκωλήκων ή νημερτίνων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία χιτινωδών μαχαιριδίων με δηλητηριώδη αδένα στο άκρο τής προβοσκίδας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hoplonemertea < hoplo (< όπλο) +… …   Dictionary of Greek

  • φώκος — Όνομα 2 μυθικών προσώπων. 1. Ήταν γιος του Ορνυτίωνα ή του Ποσειδώνα και εγγονός του Σίσυφου. Σύμφωνα με την παράδοση οδήγησε αποίκους από την Κόρινθο στη γύρω περιοχή του Παρνασσού, η οποία, από το όνομά του, ονομάστηκε Φωκίδα. Ηρώο του Φ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”